- γρανιτόστρωση
- ηστρώσιμο δρόμων, πλατειών κ.λπ. με πλάκες γρανίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γρανίτης + στρώση (-ις). Η λ., στον λόγιο τ., γρανιτόστρωσις (οδών), μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Αποστολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρανιτόστρωση — η επίστρωση με πέτρες από γρανίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)